- θεόσπορος
- θεό-σπορος, ον,A sown by a god, divine,
κῦμα E.Fr.106
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῦμα E.Fr.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόσπορος — θεόσπορος, ον (Α) αυτός τον οποίο έσπειρε ο θεός, ο θείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο* + σπόρος (< σπείρω)] … Dictionary of Greek
θεοσπόρου — θεόσπορος sown by a god masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek